- ηθογραφώ
- ασχολούμαι με την ηθογραφία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ηθογραφώ — (AM ἠθογραφῶ, έω) [ηθογράφος] ασχολούμαι με την ηθογραφία, περιγράφω, απεικονίζω με τον γραπτό λόγο ήθη, χαρακτήρες προσώπων ή ομάδων αρχ. απεικονίζω σε ζωγραφικό πίνακα το ήθος, τον χαρακτήρα ή την έκφραση κάποιου … Dictionary of Greek
ηθογράφημα — το [ηθογραφώ] λογοτεχνικό κυρίως ή, κατ επέκτ., και καλλιτεχνικό έργο που περιγράφει ήθη, έθιμα και χαρακτήρες προσώπων ή απεικονίζει σκηνές τού καθημερινού βίου ενός ατόμου ή λαού σε ορισμένο τόπο και εποχή … Dictionary of Greek